λῆμψις
Look at other dictionaries:
λήμψις — λῆμψις, ἡ (Α) βλ. λήψη … Dictionary of Greek
λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] … Dictionary of Greek
λήμψις — λῆμψις, ἡ (Α) βλ. λήψη … Dictionary of Greek
λημψαπόδοσις — λημψαπόδοσις, ἡ (Μ) λήψη και απόδοση, δοσοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆμψις* (μτγν. τ. τού λῆψις < λαμβάνω) + ἀπόδοσις] … Dictionary of Greek